- εδωδα
- ἐδωδάἡ Theocr. = ἐδωδή См. εδωδη
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐδωδάν — ἐδωδά̱ν , ἐδωδή food fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐδωδάς — ἐδωδά̱ς , ἐδωδή food fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
(ε)δώ — τοπ. επίρρ. 1. (για στάση και κίνηση) στο μέρος όπου βρισκόμαστε ή για το οποίο γίνεται λόγος: Έλα πιο εδώ. – Μένω εδώ τρία χρόνια. 2. (για καταστάσεις, γεγονότα, ενέργειες) αντί για τύπους της δεικτ. αντων. αυτός: Συμφωνήσαμε σε όλα, αλλά εδώ… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εδώ — (Μ ἐδῶ) επίρρ. 1. τοπ. σε αυτόν τον τόπο, σε αυτό το σημείο 2. χρον. τότε, αυτή τη στιγμή νεοελλ. 1. με τα μόρια μέχρι(ς), έως, ώς είτε επιτατ. για δήλωση ακριβούς καθορισμού είτε αοριστολ. για ηπιότερη έκφραση («ώς εδώ και μη παρέκει», «έλα ώς… … Dictionary of Greek
ενταυθί — ἐνταυθί (Α) επίρρ. εδώ ακριβώς, εδωδά … Dictionary of Greek
όδε, ήδε, τόδε — (Α ὅδε, ἥδε, τόδε) (δεικτική αντωνυμία τής αρχαίας ελληνικής η οποία σχηματίστηκε με την προσθήκη τού εγκλιτικού δε στην παλαιά δεικτική αντωνυμία ὅ, ἥ, τό και κλίνεται σε όλες τις πτώσεις όπως αυτή) 1. (χρησιμοποιείται, σε αντίθεση με τις… … Dictionary of Greek